μελλόνυμφος

From LSJ
Revision as of 09:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόνυμφος Medium diacritics: μελλόνυμφος Low diacritics: μελλόνυμφος Capitals: ΜΕΛΛΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: mellónymphos Transliteration B: mellonymphos Transliteration C: mellonymfos Beta Code: mello/numfos

English (LSJ)

ον,

   A about to be betrothed or wedded, esp. of females, S.Ant.633, D.C.58.7, Epigr.Gr. 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, Phryn.Com.78 (prob. for -νύμφιος), Lyc.174: in S.Tr.207 (lyr.), ἀνολολυξάτω (-ύξετε codd.) δόμοις… ὁ μελλόνυμφος, we shd. read either δόμος… ὁ μ. the maidens of the household or δόμοις… ἁ (sc. κλαγγά) the shout of the maidens.

German (Pape)

[Seite 125] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόνυμφος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, κυρίως ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ μελλόνυμφος, τὸ μελλόνυμφος δέον νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω δόμος· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ μελλονυμφίος διορθωτέον μελλόνυμφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nubile;
2 qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.
Étymologie: μέλλω, νύμφη.

Greek Monolingual

-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM μελλόνυμφος, -ον, θηλ. και μελλονύμφη)
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα
αρχ.
(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ μελλόνυμφος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος, παρά-νυμφος].

Greek Monotonic

μελλόνυμφος: -ον (νύμφη), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται σύντομα να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. nubilis, σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ μελλόνυμφος, ὁ μελλόνυμφος (ενν. χόρος) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί αἱ μελλόνυμφοι, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε ηλικία γάμου.

Russian (Dvoretsky)

μελλόνυμφος: Soph. = μελλόγαμος.

Middle Liddell

μελλό-νυμφος, ον νύμφη
of girls, about to be betrothed or wedded, Lat. nubilis, Soph.:—in Soph. Tr. 207, ἀνολολύξατε ὁ μελλόνυμφος, ὁ μ. (sc. χορόσ) must be taken collectively for αἱ μελλόνυμφοι, the maidens of the house.

English (Woodhouse)

one about to be wedded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)