μελανία
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ἡ, (μέλας)
A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.264b8, Metaph.1020b10, Str. 12.8.18, etc.; μ. τῆς μορφῆς, of negroes, Agatharch. 16; μ. οὐλῶν Dsc. 1.34; μ. ἐκ τόκου Crito ap. Gal.12.447: in pl., Hierocl.p.35 A. II black cloud, X.An.1.8.8 in pl., black spots, Plb.1.81.7. 2 black pigment, Thphr.HP5.3.1.
German (Pape)
[Seite 119] ἡ, die Schwärze, Arist. categ. 5, 45 u. Sp. – Ein schwarzer Fleck, eine schwarze Wolke, Xen. An. 1, 8, 8, Pol. 1, 81, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνία: ἡ, (μέλας) «μαυρίλα», ἀντίθετ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 29, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μέλαν νέφος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8· ἐν τῷ πληθ., μέλανα στίγματα, Πολύβ. 1. 81. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 noirceur;
2 pl. αἱ μελανίαι taches noires.
Étymologie: μέλας.
Greek Monolingual
και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].
Greek Monotonic
μελᾰνία: ἡ (μέλας), σκοτεινιά, μαύρο σύννεφο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνία: ἡ
1) чернота Arst. etc.;
2) черное облако Xen.;
3) черное пятно Polyb.