φιλορώμαιος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
α, ον,
A a friend to the Romans, SIG804.12 (Cos, i A. D.), IPE2.34.8 (Panticapaeum, iii A. D.), Str.14.2.5, Plu.Crass. 21, etc. The accent φιλορωμαῖος, found in EM396.45, etc., is condemned by Hdn.Gr.1.133 (φιλορρώμαιος occurs as v. l. in codd.).
German (Pape)
[Seite 1284] die Römer liebend, Römerfreund, Plut. Crass. 21, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλορώμαιος: -α, -ον, ὁ φιλῶν τοὺς Ρωμαίους, φίλος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2108b c, 2122 κἑξ., Στράβ. 652, Πλούτ., κλπ. Ὁ τονισμὸς φῐλορωμαῖος, ἀπαντῶν ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 396, 45, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ἐν σ. 43, 9., 86 13· ἡ κατὰ τὴν γραμματ. ἀναλογίαν γραφὴ φιλορρώμαιος δὲν ἀπαντᾷ τοσοῦτον συχνάκις ὅσον ἡ διὰ τοῦ ἁπλοῦ ρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 328.
Greek Monolingual
-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῑος, -αία, -ον, Α
αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ῥωμαῖος].
Russian (Dvoretsky)
φιλορώμαιος: ὁ друг или приверженец римлян Plut.