ἀπολείχω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.
German (Pape)
[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
French (Bailly abrégé)
essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.
Spanish (DGE)
lamer c. ac. τὸν σίαλον Ath.250a, cf. Sch.Er.Il.21.123 (p.85)
•c. gen. τρὶς δ' ἀπέλειξε φόνου tres veces lamió la sangre A.R.4.478.
English (Strong)
from ἀπό and leicho (to "lick"); to lick clean: lick.
English (Thayer)
(imperfect ἀπέλειχον); to lick off, lick up: R G; cf. ἐπιλείχω. (Apollonius Rhodius, 4,478); Athen. vi. c. 13, p. 250a.)
Greek Monolingual
ἀπολείχω (Α) λείχω
αφαιρώ, καθαρίζω γλείφοντας.
Greek Monotonic
ἀπολείχω: μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπολείχω: слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v. l. ἐπιλείχω).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢pole⋯cw 阿坡-累何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-舐
字義溯源:餂淨,餂,舐;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λειτουργός)X*=舔,舐)組成。(註:和合本以 (ἐπιλείχω)代替 (ἀπολείχω / ἐπιλείχω / λείχω / περιλείχω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 舐(1) 路16:21