ἀριστίνδην

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστίνδην Medium diacritics: ἀριστίνδην Low diacritics: αριστίνδην Capitals: ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ
Transliteration A: aristíndēn Transliteration B: aristindēn Transliteration C: aristindin Beta Code: a)risti/ndhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (ἄριστος)

   A according to birth or merit, αἱρεῖσθαι IG1.61, cf.9(1).333.12 (Locr.-δαν), Lexap.D.43.57, Theopomp. Hist.217a; Ἀθηναίων πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. καὶ τῶν συμμάχων And. 3.30, cf. Isoc.4.146, Pl.Lg.855c; κατ' ἐκλογὴν ἀ. κεκριμένοι Plb.6.10.9; opp. πλουτίνδην, Arist.Pol.1273a23, cf. Ath.3.1, Plu.Lys.13.

German (Pape)

[Seite 352] nach der Güte der Herkunft, nach dem Adel des Geschlechts, οὐκ ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146; πολλοὺς ἀριστίνδην ὀλέσαντες Andoc. 3, 30; Plut. Sol. 12; übh. τὸ τῶν ἀρχόντων ἀρ. ἀπομερισθὲν δικαστήριον Plat. Legg. IX, 855 c, wo die Besten ausgewählt sind; αἱρεῖσθαι Dem. 43, 57; Pol. 6, 10, 9; ἀπεδείκνυε τοὺς ἄρχοντας ἀρ. Plut. Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστίνδην: ἐπίρρ. (ἄριστος) κατ’ ἀξίαν, κατ’ ἐκλογὴν τοῦ ἀρίστου, Ἀνδοκ. 27. 22, Ἰσοκρ. 71Β, Πλάτ. Νόμ. 855C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλουτίνδην, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3 καὶ 8· παραπλήσιον τῷ κατ’ ἀρετὴν αὐτόθι 9· ἤ κατ’ ἀξίαν 3. 5, 5· πρβλ. ἀριστοκρατία.

French (Bailly abrégé)

adv.
par rang de noblesse ou de mérite.
Étymologie: ἄριστος, -δην.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀριστίνδα IG 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν IG 92.(1).717.12 (Calion V a.C.)
adv.
1 en razón de su nobleza αἱρεῖσθαι ἀ. IG 13.104.19 (V a.C.), 92.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. πλουτίνδην Arist.Pol.1273a23, IG 7.l.c., Plu.2.154c, Lys.13
op. κατὰ ψῆφον Philostr.VA 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.
2 en razón de su valia Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.Lg.855c, Plb.6.10.9.

Greek Monolingual

(AM ἀριστίνδην) επίρρ.
σύμφωνα με την αξία του αρίστου
νεοελλ.
1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» — σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους
2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ίνδην (παρέκταση επιρρηματικού σχηματισμού σε -ιν < ΙΕ. -in ή -im)
πρβλ. πλουτίνδην.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστίνδην: (ᾰ) adv. по (признаку) знатности или по достоинству (ἐπιλέγεσθαι Isocr.; ἀπομερίζεσθαι Plat.; αἱρεῖσθαι Arst., Dem., Polyb.; ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut.).