ἐπιλλίζω

From LSJ
Revision as of 16:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλλίζω Medium diacritics: ἐπιλλίζω Low diacritics: επιλλίζω Capitals: ΕΠΙΛΛΙΖΩ
Transliteration A: epillízō Transliteration B: epillizō Transliteration C: epillizo Beta Code: e)pilli/zw

English (LSJ)

(ἰλλός)

   A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶ κερτομίας Id.3.791.    2. blink, when drowsy, Nic.Th.163.

German (Pape)

[Seite 958] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλλίζω: διανεύω, κάμνω νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «κάμνω ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· διανεύω μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν ὀπίσσω κερτομίας, «καταμωκεύουσι, κυρίως δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, ἐπιμύω, κλείω ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) συστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅπως ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. ἰλλός, ἐπιλώπτω, κτλ.

French (Bailly abrégé)

faire signe des yeux à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός.

English (Autenrieth)

wink to, Od. 18.11†.

Greek Monolingual

ἐπιλλίζω (Α) έπιλλος
1. γνέφω, κλείνω το μάτι
2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω
3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή.

Greek Monotonic

ἐπιλλίζω: μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα σε κάποιον με το μάτι, ανοιγοκλείνω το μάτι, σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό νεύμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλλίζω: мигать, подмигивать (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. Ἑρμῆς HH).

Middle Liddell


to make signs to one by winking, Od.: to wink roguishly, Hhymn. only in pres.,]