ὑπερίημι

From LSJ
Revision as of 14:47, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίημι Medium diacritics: ὑπερίημι Low diacritics: υπερίημι Capitals: ΥΠΕΡΙΗΜΙ
Transliteration A: hyperíēmi Transliteration B: hyperiēmi Transliteration C: yperiimi Beta Code: u(peri/hmi

English (LSJ)

   A send farther, send beyond the mark, οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει Od.8.198.    II Med., go on high, ἠέλιος ὑπεριέμενος Xenoph.31.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίημι: μέλλ. -ήσω, ῥίπτω περαιτέρω, ὑπερβαίνω τινὰ εἰς τὸ ῥίψιμον, οὔτις Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω, ἠέλιος ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. Ὑπερίων.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερήσω, ao. ὑπερῆκα, etc.
lancer au delà du point atteint par un des concurrents.
Étymologie: ὑπέρ, ἵημι.

English (Autenrieth)

fut. ὑπερήσει: throw beyond (this mark), Od. 8.198†.

Greek Monolingual

Α
1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν
2. μέσ. ὑπερίεμαι
ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»].

Greek Monotonic

ὑπερίημι: μέλ. -ήσω, υπερτερώ, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίημι: забрасывать дальше (sc. τὸν δίσκον Hom.).

Middle Liddell

fut. -ήσω
to outdo, Od.