Κορίνθιος

From LSJ
Revision as of 13:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κορίνθιος Medium diacritics: Κορίνθιος Low diacritics: Κορίνθιος Capitals: ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ
Transliteration A: Korínthios Transliteration B: Korinthios Transliteration C: Korinthios Beta Code: *kori/nqios

English (LSJ)

α, ον, Corinthian, Hdt., etc.; K. κόρη    A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl.149; οἶνος K. Alex.290; K. κάδοι Diph.61.3. Adv. Κορινθίως = in Corinthian fashion, οἶκος K. ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2:— fem. Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K. γλυφαί Ph.1.666: Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).

Greek (Liddell-Scott)

Κορίνθιος: -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία κόρη, πόρνη, Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα οἶσθα; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε ἱερόδουλος· ― ὁ Κορινθιακὸς οἶνος ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― ὡσαύτως Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία (γῆ) le territoire de Corinthe ; οἱ Κορίνθιοι les Corinthiens.
Étymologie: Κόρινθος.

English (Slater)

Κορίνθιος
   1 Corinthian Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at Isthmian games (N. 2.20) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις at Isthmian games (N. 4.88)

English (Strong)

from Κόρινθος; a Corinthian, i.e. inhabitant of Corinth: Corinthian.

English (Thayer)

Κορινθίου, ὁ, a Corinthian, an inhabitant of Corinth: Herodotus, Xenophon, others.))

Greek Monotonic

Κορίνθιος: -α, -ον, Κορίνθιος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, Κορινθιακός, , -όν, σε Ξεν.· Κορινθικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Κορίνθιος: II
1) коринфянин Her. etc.;
2) шутл. (по созвучию с κόρις) клоп (δάκνουσί με οἱ Κορίνθιοι Arph.).
коринфский Her., Soph. etc.

Middle Liddell

Κορίνθιος, η, ον
Corinthian, Hdt., etc.:—also Κορινθιακός, ή, όν, Xen.; Κορινθικός, Anth.

Chinese

原文音譯:Kor⋯nqioj 可林提哦士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:哥林多人
字義溯源:哥林多人;源自(Κόρινθος)*=哥林多,意為裝飾品,飽足)
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編
1) 哥林多人哪(1) 林後6:11;
2) 哥林多人(1) 徒18:8