Πηλούσιον

From LSJ
Revision as of 13:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηλούσιον Medium diacritics: Πηλούσιον Low diacritics: Πηλούσιον Capitals: ΠΗΛΟΥΣΙΟΝ
Transliteration A: Pēloúsion Transliteration B: Pēlousion Transliteration C: Piloysion Beta Code: *phlou/sion

English (LSJ)

τό, Pelusium in Egypt, Hdt.2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ,    A inhabitant of P., Luc.JTr.42; Adj., τὸ Πηλούσιον στόμα the Eastern mouth of the Nile, Hdt.2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also    A Ταριχήϊα Πηλουσιακά Hdt.2.15: Subst. Πηλούσιον, τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to πηλός, Lyd.Mens.4.57.

Greek (Liddell-Scott)

Πηλούσιον: τό, πόλις παράλιος τῆς Αἰγύπτου συνορεύουσα πρὸς τὴν Ἀραβίαν, Ἡρόδ.· ― Ἐπίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, τὸ ἀνατολικὸν στόμα τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 17, 154· τὸ Πηλουσιακὸν στ. Στράβ. 801, κτλ.· ― παρ’ Ἰω. τῷ Λυδῷ π. Μηνῶν, 4. 40, ἡ Πηλούσιος ἑορτὴ (ἐν Αἰγύπτῳ) ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηλώδης. ― Κατὰ Σουΐδ. «Πηλούσιον, ὄνομα τόπου. κλεὶς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰσόδου καὶ ἐξόδου, καὶ Πηλουσιώτης ὁ πολίτης».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Péluse (auj. ruines de Tineh), ville d’Égypte à l’embouchure du Nil.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Πηλούσιον: τό, πόλη στις ακτές της Αιγύπτου στα σύνορα με την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, το ανατολικό στόμα του Νείλου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Πηλούσιον: τό Пелусий
1) вост. рукав Нильской дельты Her.;
2) город в устье Пелусия Her.