αἰγλήεις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εσσα, εν, A dazzling, radiant, in Hom. always αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532, Od.20.103; Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as Adv., αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—Dor. αἰγλάεις, contr. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν… θυσάνῳ Pi.P.4.231; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10; αἰγλᾶντα σώματα E.Andr.285 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλήεις: εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω πάντοτε αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 31. 11: - Δωρ. αἰγλάεις, συνῃρ. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, αὐτόθι 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: αἴγλη.
English (Autenrieth)
radiant, resplendent, epith. of Olympus.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dor. αἰγλάεις Pi.Pi.2.10, 4.231; contr. αἰγλᾶς Alcm.3.66, E.Andr.285; lacon. Αἰγλάηρ Hsch.
brillante Ὄλυμπος Il.1.532, 13.243, Od.20.103, Hes.Fr.Sel.10a.89, Luc.Dom.9, del Sol h.Hom.31.11, de los caballos de la luna h.Hom.32.9, αἰγλά[ε] ντος ... ὠρανῶ Alcm.3.66, cf. A.R.4.615, Orph.Fr.243.12, πόντος B.Fr.20B.14, χρυσός Lyr.Adesp.9, κόσμος Pi.P.2.10, κῶας Pi.P.4.231
•resplandeciente de los dioses αἰγλήεντα σώματα E.Andr.285, de Claro consagrada a Apolo h.Ap.40, Ἠώς A.R.1.519, ἀνάκτορον IG 22.3709.10 (III d.C.), como epít. de Asclepio, Hsch., de objetos o miembros divinos ἱμάσθλη Nonn.D.38.302, πόδες Nonn.D.41.233.
Greek Monotonic
αἰγλήεις: -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. αἰγλάεις, άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. αἰγλᾶς блистающий, сияющий, лучезарный (Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.).
Middle Liddell
[from αἴγλη
dazzling, radiant, lustrous, Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγλήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. αἰγλᾱ́εις, contr. αἰγλᾶς αἴγλη stralend, schitterend.