βούλησις

From LSJ
Revision as of 15:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλησις Medium diacritics: βούλησις Low diacritics: βούλησις Capitals: ΒΟΥΛΗΣΙΣ
Transliteration A: boúlēsis Transliteration B: boulēsis Transliteration C: voylisis Beta Code: bou/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A willing, Arist.de An.433a43; β. ἀγαθοῦ ὄρεξις Id.Top.146b5, cf. EN1111b19; τῶν ἀδυνάτων, τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; purpose, πράσσειν β. E.HF1305; wish, desire, Th.3.39, Pl.Grg.509d, etc.; βούλησιν ἐλπίζει entertains a hope and purpose, Th.6.78; κατὰ τὴν β. Pl.Cra.420d, al.; παρὰ τὴν β. ibid., Arist.EN 1136b24: pl., Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.    II purpose or meaning of a poem, Pl.Prt.344b; signification of a word, Id.Cra.421b.    III will, testament, β. ἔγγραφος PLips.33 ii 10 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, das Wollen, der Wille, die Absicht, ἔπραξε βούλησιν, ἣν ἐβούλετο Eur. Herc. Fur. 1305; Thuc. 1, 92 u. öfter, wie Folgde; plur., Plat. Legg. X, 896 c; Dem. 25, 88; – ὀνόματος, Bedeutung, Plat. Crat. 421 e.

Greek (Liddell-Scott)

βούλησις: -εως, ἡ, θέλησις· τὸ θέλημά τινος, σκοπός, πρόθεσις, πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305· πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.· βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78· κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.· παρὰ τὴν β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5· -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ σημασία ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β· ἡ σημασία λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 volonté, désir;
2 dessein, intention;
3 t. de gramm. βούλησις ὀνόματος signification d’un mot.
Étymologie: βούλομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1deseo, acto de voluntad, voluntad Th.1.92, 3.39, Pl.Grg.509d, ἡ δὲ β. πάρα la voluntad está presta E.IT 1019, βούλησιν ἐλπίζει espera y desea Th.6.78, ἡ παρ' ἑκάστου β. la voluntad de cada uno D.3.19, κατὰ τὴν βούλησιν conforme al deseo Pl.Cra.420d, Plb.4.82.5, κατὰ τὴν ἰδίαν βούλησιν por la propia voluntad Vett.Val.201.9, βουλήσει καὶ προθυμίᾳ Phld.Cont.fr.90.10, παρὰ τὴν βούλησιν contra el deseo Arist.EN 1136b24, cf. Epicur.Ep.[2] 77, Plb.27.15.1, πρὸς τὴν Ῥωμαίων ἀντιπράττοντες βούλησιν Plb.27.4.9, μέτρῳ τῇ βουλήσει χρωμένους entregándose al deseo con mesura Aristid.Or.15.31
buena disposición unido a προσδοκία Plb.3.34.6, a προθυμία Plb.3.109.5, χωρὶς τῆς βουλήσεως sin el consentimiento Plb.4.9.5
en plu. φανερὰς κατέστησε τὰς αὑτοῦ βουλήσεις puso de manifiesto sus propias intenciones Is.7.2, cf. Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b19, Gal.17.2.27
voluntad de dios, Polystr.Contempt.13.8, κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ βούλησιν por deseo del dios fórmula tardía IStratonikeia 171.1, cf. 1Ep.Clem.42.4, POxy.130.11 (VI d.C.)
ref. a la generación del Hijo por voluntad del Padre, esp. en la doctrina arriana καθὸ καὶ εἰκόνα βουλήσεως ὀνομάζουσιν Basil.Eunom.M.29.565B
τελευταία β. última voluntad, PMasp.151.54 (VI d.C.), cf. Cod.Iust.6.6.4.1
de donde testamento β. ἔγγραφος PLips.33.2.10, POxy.3756.12, 15 (IV d.C.), ἔγγραφοςἄγραφος β. Iust.Nou.107.2.
2 volición, voluntad, deseo identificado con ὄρεξις Arist.de An.433a23, distinto de προαίρεσις Arist.EN 1111b19, unido a θυμός y ἐπιθυμία Olymp.in Grg.12.3, ref. a la doctrina gnóstica ἡ β. καὶ ἡ κρίσις καὶ ἡ ἄσκησις ἡ αὐτή Clem.Al.Strom.2.16.77.
3 decisión πράσσειν βούλησιν E.HF 1305, ἀμετάβλητος β. decisión irrevocable, PMasp.169b.31 (VI d.C.)
dictado, designio ἑπόμενος τῇ τοῦ Σεβαστοῦ βουλήσει ITemple of Hibis 4.16 (I d.C.).
II significado, sentido de una palabra, Pl.Cra.421b, de un poema, Pl.Prt.344b, de la ley, Clem.Al.Strom.1.28.179.

Greek Monotonic

βούλησις: -εως, ἡ (βούλομαι),
I. θέληση, επιθυμία, επιδίωξη, σκοπός, η πρόθεση κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
II. σκοπός ή νόημα ενός ποιήματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βούλησις: εως ἡ
1) тж. pl. воля, желание, тж. намерение: ἔπραξε βούλησιν ἣν ἐβούλετο Eur. она добилась всего, чего хотела; βούλησιν ἐλπίζειν Thuc. надеяться на осуществление желания, лелеять надежду; τῆς βουλήσεως ἁμαρτάνειν Thuc. не осуществить (своего) желания; κατὰ τὴν βούλησιν Plat. согласно желанию; παρὰ τὴν βούλησιν Arst. против воли;
2) значение, смысл (ὀνόματος Plat.).

Middle Liddell

βούλομαι
I. a willing: one's will, intention, purpose, Eur., Thuc., etc.
II. the purpose or meaning of a poem, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλησις -εως, ἡ βούλομαι
1. wil, verlangen:; οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεως βούλησιν ἐλπίζει hij koestert een wens die niet binnen de menselijke macht ligt Thuc. 6.78.2; δύναμιν ἢ βούλησιν ; macht of wil? Plat. Grg. 509d; opzet :. ἔπραξε... βούλησιν ἣν ἐβούλετο zij is geslaagd in de opzet die zij wilde Eur. HF 1305.
2. bedoeling, betekenis :. ἡ β. (τοῦ ᾄσματος) de bedoeling (van het gedicht) Plat. Prot. 344b; ἡ β. τοῦ ὀνόματος de betekenis van het woord Plat. Crat. 421b.

English (Woodhouse)

intention, meaning, volition, will, wish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)