δυσπενθής

From LSJ
Revision as of 19:46, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπενθής Medium diacritics: δυσπενθής Low diacritics: δυσπενθής Capitals: ΔΥΣΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: dyspenthḗs Transliteration B: dyspenthēs Transliteration C: dyspenthis Beta Code: duspenqh/s

English (LSJ)

ές,    A bringing sore affliction, direful, κάματος Pi.P.12.10; δόλος ib. 11.18; θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Epigr.Gr.431 (Antioch); Ἀΐδας IPE2.286.5 (Panticapaeum).    2 bitterly lamented, of the dead, Opp.H.4.261.

German (Pape)

[Seite 686] ές, 1) sehr trauernd, sehr traurig; κάματος Pind. P. 12, 10; vgl. App. Anth. 260. – 2) sehr betrauert, δόλος Pind. P. 11, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπενθής: -ές, ἐπιφέρων βαρὺ πένθος, βαρείαν θλίψιν, σκληρός, κάματος Πίνδ. Π. 12. 18· δόλος αὐτόθι 11. 28· θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 431· Ἀΐδας αὐτόθι 250.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une grande douleur, pénible;
2 vivement regretté.
Étymologie: δυσ-, πενθέω.

English (Slater)

δυσπενθής
   1 grievous, bitter ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10)

Spanish (DGE)

-ές
I 1de abstr. que causa profunda aflicción, cruel, funesto κάματος Pi.P.12.10, δόλος Pi.P.11.18, ἄλγος IG 12(8).441.15 (Tasos II/I a.C.), μοῖρα SEG 23.518 (Renea I a.C.), Ἀΐδας CIRB 124.5 (Panticapeo I a.C.), por meton. τύμβος IEphesos 1626.7 (I a.C.)
funesto, ominoso del grito de los castores, Opp.H.1.398.
2 de pers. amargamente llorado τὼ Σκεδάσου ... δυσπενθέε κούρα Orác. en Paus.9.14.3, νεκρός Opp.H.4.261, cf. Orác. en IGR 4.1498B.11 (Cesarea Troqueta II d.C.), νυμφιδίου θαλάμοιο ... δυσπενθέα κόσμον GVI 704.1 (Antioquía de Siria I a.C.).
3 de pers. que llora amargamente μάτηρ δ., [τὸ φίλον τέκο] ς οὐκέθ' ὁρῶσα SEG 26.1331.13 (Ilion I d.C.).
II adv. -ῶς con profunda aflicción μετὰ δακρύων γινομένων δ. Sch.Pi.P.12.15M.

Greek Monolingual

δυσπενθής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί μεγάλο πένθος ή θλίψη.

Greek Monotonic

δυσπενθής: -ές, αυτός που φέρνει βαρύ πένθος, θλίψη, φοβερός, δυσοιώνος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπενθής: причиняющий страшные страдания, ужасный (κάματος Pind.).

Middle Liddell

δυσ-πενθής, ές
bringing sore affliction, direful, Pind.