κακορρήμων

From LSJ
Revision as of 22:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα)    A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.).    2 a poor speaker, D.C.77.11.    II τὸ κ., = foreg., Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. -όνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ.κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.

Middle Liddell

ῥῆμα
telling of ill, ill omened, Aesch.