κνῆσμα

From LSJ
Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆσμα Medium diacritics: κνῆσμα Low diacritics: κνήσμα Capitals: ΚΝΗΣΜΑ
Transliteration A: knē̂sma Transliteration B: knēsma Transliteration C: knisma Beta Code: knh=sma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,    A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a.    II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.

Greek Monolingual

κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.

Greek Monotonic

κνῆσμα: -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κνῆσμα: ατος τό
1) чесание: ψήκτρας κ. Anth. скребница;
2) зуд Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνῆσμα -τος, τό [κνάω] schaafsel; overdr.: κνήσματα τοί ἐστι... τῶν λόγων het is afval van redevoeringen Plat. HpMa 304a.

Middle Liddell

κνῆσμα, ατος, τό,
a sting, bite, Xen.