οὐρανίσκος

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρανίσκος Medium diacritics: οὐρανίσκος Low diacritics: ουρανίσκος Capitals: ΟΥΡΑΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: ouranískos Transliteration B: ouraniskos Transliteration C: ouraniskos Beta Code: ou)rani/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of οὐρανός,    A a little heaven or sky: hence,    I vaulted ceiling, esp. top of a tent, canopy, Callix.2, Phylarch.41 J., Plu.Alex.37, Phoc.33.    II roof of the mouth, Sor.2.62, Gal.UP11.10, Ath.7.315d, v.l. in Arist.Pr. 963a2.    III a constellation of the southern hemisphere, Corona Australis, Sch.Arat.400.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, dim. von οὐρανός, 1) kleiner Himmel, von der gewölbten Decke eines Zimmers, besonders Zeltdach, Zelthimmel, Plut. Phoc. 33 Alex. 37; vgl. Ath. V, 196. – 2) der Gaumen, αἱ γνάθοι καὶ οὐρανίσκοι, Ath. VII, 315 d u. Sp. – 3) auch ein Sternbild, die südliche Krone, Proci.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οὐρανός, μικρὸς οὐρανὸς ἢ στερέωμα˙ ὅθεν, Ι. ἡ θολοειδὴς ὀροφὴ δωματίου, μάλιστα σκηνῆς, Φύλαρχ. 41, Πλουτ. Ἀλέξ. 37, Φωκ. 33. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀροφὴ τοῦ στόματος, τὸ ἄνω στέγασμα τῆς κοιλότητος αὐτοῦ, Ἀθήν. 315D· ἴδε οὐρανὸς ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις ἐν τῷ νοτίῳ ἡμισφαιρίῳ, Corona Australis, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 397.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciel de lit, baldaquin.
Étymologie: οὐρανός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ουρανίσκος) ουρανός
1. υποκορ. του ουρανός
2. ανατ. το άνω τοίχωμα της κοιλότητας του στόματος, η υπερώα
νεοελλ.
φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου»
ιατρ. το λυκόστομα
αρχ.
1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου
2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος
αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο.

Greek Monotonic

οὐρᾰνίσκος: ὁ, υποκορ. του οὐρανός· απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνίσκος: ὁ сводчатый навес, балдахин (ἐν τῷ βασιλικῷ θρόνῳ Plut.).

Middle Liddell

οὐρᾰνίσκος, ὁ, [Dim. of οὐρανός
the vault of a room or tent, a canopy, Plut.