παραχρηστηριάζω
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
A give a false oracle, Str.9.2.4.
German (Pape)
[Seite 508] mit dem Orakel einen Betrug spielen, Strab. 9, 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παραχρηστηριάζω: δίδω ψευδῆ χρησμόν, Στράβ. 402.
French (Bailly abrégé)
rendre un oracle menteur.
Étymologie: παρά, χρηστηριάζω.
Greek Monolingual
Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ' αυτόν ψευδή χρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»].
Greek Monotonic
παραχρηστηριάζω: μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.