σπουδαστής

From LSJ
Revision as of 22:42, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστής Medium diacritics: σπουδαστής Low diacritics: σπουδαστής Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ
Transliteration A: spoudastḗs Transliteration B: spoudastēs Transliteration C: spoudastis Beta Code: spoudasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A one who wishes well to another, supporter, partisan, Plu.Caes.54, Art.26.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, der Einem wohl will, Anhänger, Gönner, Plut. Artax. 26 Caes. 54.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος πολιτικός, θιασώτης, Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partisan ou défenseur de qqn.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν
νεοελλ.
1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας
2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την ονομασία Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής
αρχ.
ο οπαδός, ο θιασώτης κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων ἑκάτερος διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω. Το νεοελλ. σπουδάστρια μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Greek Monotonic

σπουδαστής: -οῦ, ὁ (σπουδάζω), αυτός που επιθυμεί το καλό του άλλου, υποστηρικτής, θιασώτης, οπαδός, Λατ. fautor, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστής -οῦ, ὁ [σπουδάζω] aanhanger, supporter.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστής: οῦ ὁ приверженец, сторонник; доброжелатель Plut.

Middle Liddell

σπουδαστής, οῦ, ὁ, σπουδάζω
one who wishes well to another, a supporter, partisan, Lat. fautor, Plut.