στεγνοφυής

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνοφῠής Medium diacritics: στεγνοφυής Low diacritics: στεγνοφυής Capitals: ΣΤΕΓΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: stegnophyḗs Transliteration B: stegnophyēs Transliteration C: stegnofyis Beta Code: stegnofuh/s

English (LSJ)

ές,    A of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Greek Monotonic

στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στεγνοφυής: имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ ἄϋλος Anth. материальный или невещественный.

Middle Liddell

στεγνο-φυής, ές [φυή]
of thick nature, Anth.