συγκατακλείω

From LSJ
Revision as of 23:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακλείω Medium diacritics: συγκατακλείω Low diacritics: συγκατακλείω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkatakleíō Transliteration B: synkatakleiō Transliteration C: sygkatakleio Beta Code: sugkataklei/w

English (LSJ)

Ion. συγκατα-κληΐω,    A shut in or enclose with or together, Hdt.1.182, Arist.HA557b4 (both Pass.), Alc.Com.23 (dub. l.); ἄνδρας λέουσι Luc.DMort.14.4: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.Vit. Auct.9:—Dor. συγκατακλαίζω, aor. part. -κλαιχθείς Chron.Lind. D 62.

German (Pape)

[Seite 965] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακλείω: Ἰωνικ. -κληίω, κατακλείω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.

French (Bailly abrégé)

enfermer ensemble ou avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; fig. τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.
Étymologie: σύν, κατακλείω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα
κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α κατακλείω
κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο.

Greek Monotonic

συγκατακλείω: Ιων. -κληΐω, μέλ. -κλείσω, κλείνω μέσα ή εσωκλείω μαζί, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατακλείω, Ion. pass. 3 sing. συγκατακληΐεται, mee opsluiten, samen (met...) opsluiten, insluiten; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκατακλείω: ион. συγκατακληΐω запирать вместе (τινά τινι Luc.; συγκατακλεῖσθαι ἐν τῷ νηῷ Her.): σ. τινὰ ἀπορία Luc. повергать кого-л. в нищету.

Middle Liddell

ionic -κληίω fut. -κλείσω
to shut in or enclose with or together, Hdt.