συναποδύομαι

From LSJ
Revision as of 23:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποδύομαι Medium diacritics: συναποδύομαι Low diacritics: συναποδύομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synapodýomai Transliteration B: synapodyomai Transliteration C: synapodyomai Beta Code: sunapodu/omai

English (LSJ)

Med.,    A strip off from oneself or put off together, τὸ Αἰθίοπες εἶναι Philostr.V A6.11; τῇ φαινόλῃ τὸ νουνεχές Men.Prot.p.1 D.: abs., συναποδύεσθαί [τινι] εἰς ἀγῶνα strip oneself for a contest along with another, Plu.2.94c, cf.Ath.1.15c.

Greek (Liddell-Scott)

συναποδύομαι: ἀποδύομαι ὁμοῦ, συναποβάλλω, ὥσπερ ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες εἶναι Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ πρός τι Πλούτ. 2. 94C (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.

French (Bailly abrégé)

f. συναποδύσομαι, ao.2 συναπέδυν, etc.
1 se déshabiller, particul. pour une lutte, un concours, etc.
2 dépouiller ou déposer ensemble, acc..
Étymologie: σύν, ἀποδύομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» — κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδύομαι «αποβάλλω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναποδύομαι [σύν, ἀποδύομαι (ἀποδύω)] zich ook uitkleden; overdr. ‘de mouwen opstropen’, met πρός + acc. ten behoeve van iets:. πρὸς τὴν ἀρετήν ten behoeve van goedheid Plut. Agis et Cl. 6.1.

Russian (Dvoretsky)

συναποδύομαι: досл. (о борцах перед состязанием) снимать с себя одежду, т. е. готовиться к состязанию, перен. целиком отдаваться, посвящать себя (τινι и πρός τι Plut.).