συνεισάγω

From LSJ
Revision as of 08:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισάγω Medium diacritics: συνεισάγω Low diacritics: συνεισάγω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: syneiságō Transliteration B: syneisagō Transliteration C: syneisago Beta Code: suneisa/gw

English (LSJ)

[ᾰ],    A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.

French (Bailly abrégé)

introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monotonic

συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συνεισάγω: (ᾰ)
1) одновременно ввозить (τὰ ἐπιτήδεια Xen.);
2) одновременно вносить (ζηλοτυπίαν τῷ μίσει Plut.);
3) вместе с тем умозаключать: ᾧ συνεισάγεται Sext. из чего следует.

Middle Liddell

fut. ξω
to bring in together, Xen.