φορολόγος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.
German (Pape)
[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].
Greek Monotonic
φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φορολόγος: ὁ сборщик податей Plut.