χλίω

From LSJ
Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλίω Medium diacritics: χλίω Low diacritics: χλίω Capitals: ΧΛΙΩ
Transliteration A: chlíō Transliteration B: chliō Transliteration C: chlio Beta Code: xli/w

English (LSJ)

[ῑ],    A luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch. 137; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα Id.Supp.236.

German (Pape)

[Seite 1359] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]

Greek (Liddell-Scott)

χλίω: [ῑ], εἶμαι ἢ γίνομαι θερμός, εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ τρυφάω, ἀσώτως διάγω, εἶμαι μαλθακός, ὑπερηφανεύομαι, ἐπιχαίρω, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être dédaigneux, fier, orgueilleux.
Étymologie: cf. χλιαρός, χλιαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. χλιαίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός
3. μτφ. χλιδῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.

Greek Monotonic

χλίω: [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή γίνομαι θερμός· απ' όπου, ζω με πολυτέλεια, γλεντώ, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χλίω: (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться (ὑπερκόπως ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.

Middle Liddell

χλί¯ω, only in pres.]
to be or become warm: hence to luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.