ἀναγνωστικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγνωστικός Medium diacritics: ἀναγνωστικός Low diacritics: αναγνωστικός Capitals: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anagnōstikós Transliteration B: anagnōstikos Transliteration C: anagnostikos Beta Code: a)nagnwstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A capable of reading, a good reader, Arr.Epict.2.18.2; fond of reading, Plu.2.514a.    2 suitable for reading, Arist. Rh.1413b12, cf. PGrenf.1.14.12.

German (Pape)

[Seite 184] zum Vorlesen geschickt, geneigt, Plut. garrul. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγνωστικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλούτ. 2. 514Α. 2) ὁ κατάλληλος πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πρὸς ἀπαγγελίαν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀγωνιστικός, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 2: - ἀναγνωστικὸς βαθμός, ὁ βαθμὸς τοῦ ἀναγνώστου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἰωαν. Δαμ. ἐπ. π. Θεοφ. σ. 129.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 habile à lire;
2 qui aime à lire.
Étymologie: ἀναγνώστης.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst.
I de pers. ὁ ἀ.
1 plu. los autores que escriben para ser leídos Arist.Rh.1413b12.
2 aficionado a la lectura, buen lector Plu.2.514a, Arr.Epict.2.18.2, Sch.D.T.12.9.
II τὸ ἀ.
1 lectura Sch.D.T.124.
2 rollo de papiro, escrito, PGrenf.1.14.12 (II a.C.), Cassiod.Act.Sym.2.5, de anagnostici prolixitate fastidium Ennod.Epist.8.5, cf. 1.4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναγνωστικός, -ή, -όν) ἀνάγνωσις
1. ο σχετικός με την ανάγνωση
2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό
α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση
β) βιβλίο με λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, που χρησιμοποιείται στην τάξη για τη γλωσσική, αισθητική ή ηθική αγωγή τών μαθητών
αρχ.
ο ικανός ή ο κατάλληλος για ανάγνωση.

Greek Monotonic

ἀναγνωστικός: -ή, -όν (ἀναγιγνώσκω), κατάλληλος προς ανάγνωση, αντίθ. προς το ἀγωνιστικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγνωστικός:
1) приятный для чтения Arst.;
2) любящий читать Plut.

Middle Liddell

ἀναγιγνώσκω
suitable for reading, opp. to ἀγωνιστικός, Arist.