ἐξανίσχω
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
A = ἐξανέχω, rise, of the sun, Eust.419.17.
German (Pape)
[Seite 870] (s. ἴσχω), aufgehen, von der Sonne, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανίσχω: ἐξανέχω, ἀνατέλλω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Εὐστ. 419. 17.
Spanish (DGE)
levantarse, salir el sol, Eust.419.17, cf. Rh.1.639.24
•γῆς ἐ. resucitar, Chr.Pat.1532.
Greek Monolingual
ἐξανίσχω (Μ)
αντί εξανέχω
1. ανυψώνομαι, εξέχω, προέχω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω.