Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίκρανον

From LSJ
Revision as of 18:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρᾱνον Medium diacritics: ἐπίκρανον Low diacritics: επίκρανον Capitals: ΕΠΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: epíkranon Transliteration B: epikranon Transliteration C: epikranon Beta Code: e)pi/kranon

English (LSJ)

τό,    A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309.    II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.

German (Pape)

[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 bandelette ou coiffure;
2 chapiteau.
Étymologie: ἐπί, κρανίον.

English (Slater)

ἐπῐκρᾱνον
   1 capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.

Greek Monotonic

ἐπίκρᾱνον: τό (κράς),
I. αυτό που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, κεφαλόδεσμος, καπέλο, σε Ευρ.
II. κιονόκρανο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρᾱνον: τό
1) головной убор, головная повязка Eur.;
2) архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.).

Middle Liddell

ἐπί-κρᾱνον, ου, τό, κράς
I. that which is put on the head, a head-dress, cap, Eur.
II. the capital of a column, Eur.

English (Woodhouse)

of a pillar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)