ἑτεροδοξία

From LSJ
Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροδοξία Medium diacritics: ἑτεροδοξία Low diacritics: ετεροδοξία Capitals: ΕΤΕΡΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: heterodoxía Transliteration B: heterodoxia Transliteration C: eterodoksia Beta Code: e(terodoci/a

English (LSJ)

ἡ,    A a taking one thing for another, error of opinion, Pl.Tht.193d.    2 difference of opinion, Ph.Fr.72 H. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1048] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδοξία: ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, πλάνη γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτεροδοξία)
νεοελλ.
(για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει
αρχ.-μσν.
1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη
2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
(μσν. το να είναι κάποιος αιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετεροδοξία < ετερόδοξος, ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterodoxy (πρβλ. ετερο- + -δοξία)].

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδοξία: ἡ превратное мнение, ложное суждение Plat.