ἰσοπαλής
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ές, A equal in the struggle, well-matched, μαχομένων . . καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82, cf. 5.49; evenly balanced, μάχη Ctes.Fr.29.31. 2 generally, equivalent, equal, ἰ. πάντῃ Parm.8.44; ἰ. κίνδυνοι Th.2.39; πλήθει ἰ. τισί Id.4.94; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι Theoc.5.30; ἰ. ἤματι νύξ AP9.384.18, cf. Orph.A.1014. Adv. -λῶς Sch.Arat.364.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήθει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπᾰλής: -ές, ἴσος ἐν τῇ πάλῃ, ἰσόπαλος ἐν μάχῃ, μαχομένων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. 5. 49. 2) καθόλου, ἰσοδύναμος, ἴσος, Παρμενίδ. 104, Θουκ. 2. 39· πλήθει ἰσ. τισὶ ὁ αὐτ. 4. 94· νὺξ ἰσ. ἤματι Ἀνθ. Π. 9. 384, 18, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1017. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d’égale force à la lutte;
2 p. ext. équivalent, égal, pareil.
Étymologie: ἴσος, πάλη.
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσ-παλής].
Greek Monotonic
ἰσοπᾰλής: -ές (πάλος)·
1. ίσος στην πάλη, ισόπαλος στη μάχη.
2. γενικά, ισοδύναμος, ίσος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπᾰλής:
1) обладающий равными для борьбы силами, равный по силе: γινομένων ἰσοπαλέων Her. так как (у аргивян и лакедемонян) оказались равные силы;
2) равный (πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις εἶναι Thuc.): μεσσόθεν ἰ. πάντῃ Parmenides ap. Plat. et Arst. находящийся отовсюду на равном расстоянии (от чего-л.).
Middle Liddell
ἰσο-πᾰλής, ές πάλος
1. equal in the struggle, well-matched, Hdt.
2. generally, equivalent, Thuc.