Φράγκος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν
1. κάτοικος της δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση
2. Ρωμαιοκαθολικός
νεοελλ.
στον πληθ. οι Φράγκοι
γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Francus «Γάλλος». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «ρωμαιοκαθολικός, μη ορθόδοξος» (πρβλ. φραγκο-κλησιά, φραγκό-παπας), αλλά και με σημ. «ξένος, μη ντόπιος», συν. σε κν. ονομ. ζώων και φυτών (πρβλ. φραγκό-κοτα, φραγκο-στάφυλο)].