θεμιστεῖος

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεῖος Medium diacritics: θεμιστεῖος Low diacritics: θεμιστείος Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: themisteîos Transliteration B: themisteios Transliteration C: themisteios Beta Code: qemistei=os

English (LSJ)

α, ον, A of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgement, Pi.O. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1194] gesetzlich, gerecht, σκᾶπτον Pind. Ol. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. σκᾶπτον, τὸ σκῆπτρον τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = θέμις, Πίνδ. Ο. 1. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: θέμις.

English (Slater)

θεμιστεῑος
   1 of divine right (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12)

Greek Monolingual

θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικ-είος, ρυμ-είος].

Greek Monotonic

θεμιστεῖος: -α, -ον (θέμις), αυτός που ανήκει στη δικαιοσύνη και το νόμο· θεμιστεῖον σκᾶπτον, το σκήπτρο της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστεῖος: воздающий по закону, действующий по справедливости (σκᾶπτον Pind.).

Middle Liddell

θεμιστεῖος, η, ον θέμις
of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgment, Pind.