κένωσις

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κένωσις Medium diacritics: κένωσις Low diacritics: κένωσις Capitals: ΚΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: kénōsis Transliteration B: kenōsis Transliteration C: kenosis Beta Code: ke/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα… κενώσεις τινές εἰσι… ; Pl.R.585b, cf. Phlb.35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. κενέωσις, πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12: metaph., κένωσις βίου Vett.Val.190.30; κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11. 2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134. b depletion, low diet, opp. πλήρωσις, Hp.VM9, cf. Art.49; κ. σίτου ib.50. 3 of the moon, waning, opp. πλήρωσις, Epicur.Ep.2p.40U.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz πλήρωσις, Plat. Phil. 42 c, πλησμονή, Conv. 186 c; οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κένωσις: -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ εἶναι κενόν, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. κενέωσις, πόντου κ. ἐπὶ πέδον Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) ἐλάττωσις τοῦ αἵματος, πενιχρὰ δίαιτα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vacuité, état d’un corps vide.
Étymologie: κενόω.

Greek Monotonic

κένωσις: -εως, ἡ (κενόω), άδειασμα, εκκένωση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κένωσις: εως ἡ тж. pl.
1) опоражнивание (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);
2) пустота (πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κένωσις -εως, ἡ [κενόω] poët. κενέωσις leegte, gebrek aan iets:. πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσιν honger en dorst zijn een soort leegten Plat. Resp. 585b. geneesk. lediging, lozing:; κενώσιος δεῖται (het lichaam) behoeft lediging HP. Aph. 2.8; lege maag:. πολλὰ κακά... καὶ ἀπὸ κενώσιος veel narigheid is ook te wijten aan een lege maag Hp. VM 9.

Middle Liddell

κένωσις, εως κενόω
an emptying, Plat.

English (Woodhouse)

being empty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)