καταπρανής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, Att. for A καταπρηνής, πρόσχωσις J.AJ4.8.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1372] ές, = καταπρηνής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καταπρηνής, Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
καταπρανής, -ές (Α)
μτγν. αττ. τ. του καταπρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρανής «στραμμένος προς τα κάτω»].