κοινόλεκτρος

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόλεκτρος Medium diacritics: κοινόλεκτρος Low diacritics: κοινόλεκτρος Capitals: ΚΟΙΝΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: koinólektros Transliteration B: koinolektros Transliteration C: koinolektros Beta Code: koino/lektros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A bedfellow, consort, A.Ag.1441: as Adj., δάμαρ Id.Pr.560 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1468] ein gemeinsames Bett habend, Bett-, Ehegenoß; δάμαρ Aesch. Prom. 559; τινός, Ag. 1416.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόλεκτρος: -ον, ἔχων κοινὴν κλίνην, σύντροφος τῆς κλίνης, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 560, Ἀγ. 1441.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
qui partage son lit avec un autre, épouse ou concubine : τινος de qqn.
Étymologie: κοινός, λέκτρον.

Greek Monolingual

κοινόλεκτρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κοινή κλίνη με κάποιον, ο σύντροφος του κρεβατιού, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. αινό-λεκτρος, ομό-λεκτρος].

Greek Monotonic

κοινόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει το ίδιο κρεβάτι, σύζυγος, σύντροφος, ομόκλινος, σύνευνος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κοινόλεκτρος:
I adj. f разделяющая ложе (δάμαρ Aesch.).
II ἡ наложница Aesch.

Middle Liddell

κοινό-λεκτρος, ον λέκτρον
having a common bed, a bedfellow, consort, Aesch.