οἰκεύς

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκεύς Medium diacritics: οἰκεύς Low diacritics: οικεύς Capitals: ΟΙΚΕΥΣ
Transliteration A: oikeús Transliteration B: oikeus Transliteration C: oikeys Beta Code: oi)keu/s

English (LSJ)

έως, Ion. ῆος, ὁ, A = οἰκέτης, inmate of one's house, μὴ… φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Il.5.413, cf. 6.366, Od.17.533 ; but elsewh., as in 4.245, 14.4, al., = menial, servant, cf. Sol. ap. Lys.10.19, S.OT756, Theoc.25.33 ; serf, Leg.Gort.2.8, al. (ϝοικ-).

German (Pape)

[Seite 299] ὁ, = οἰκέτης, Hausgenosse; ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν, Il. 6, 366, vgl. 5, 413 Od. 17, 533; bes. in der Od. die Haussklaven, Diener, οἰκήων, οὓς ἐκτήσατο, 14, 4, vgl. 63. 4, 245. 16, 303; Soph. O. R. 756; Lys. 10, 19 führt es aus Solons Gesetzen an und erklärt es θεράπων.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, οἰκεῖος, μὴ ... φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413· ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, ὑπηρέτης, πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.

French (Bailly abrégé)

έως, ion. ῆος (ὁ) :
1 parent;
2 serviteur.
Étymologie: οἶκος.

English (Autenrieth)

ῆος (ϝοῖκος): inmate of a house, then servant, mostly pl., Od. 4.245, Od. 14.4.

Greek Monolingual

οἰκεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)
1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος του σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.)
2. υπηρέτης, δούλος, οικέτηςοἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ' ἐκσωθεὶς μόνος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Greek Monotonic

οἰκεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, = οἰκέτης, οικείος,
I. ένοικος, σε Όμηρ.
II. οικιακός υπηρέτης, δούλος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκεύς: έως, ион. ῆος ὁ
1) член семьи, домочадец Hom.;
2) слуга Hom., Soph., Lys.

Middle Liddell

οἰκεύς, έως ιονιξ ῆος, ὁ, = οἰκέτης
I. an inmate of one's house, Hom.
II. a menial, servant, Od., Soph.