μελάμβωλος

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβωλος Medium diacritics: μελάμβωλος Low diacritics: μελάμβωλος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΩΛΟΣ
Transliteration A: melámbōlos Transliteration B: melambōlos Transliteration C: melamvolos Beta Code: mela/mbwlos

English (LSJ)

ον, A with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508· Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d’une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.

Greek Monolingual

μελάμβωλος, -ον (Α)
(για τη γη)
1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος
2. εύφορος («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό-βωλος, χρυσό-βωλος)].

Greek Monotonic

μελάμβωλος: -ον, περιοχή με σκουρόχρωμο (μαύρο) έδαφος, χώμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελάμβωλος: с черными пластами земли, черноземный (Αἴγυπτος Anth.).

Middle Liddell

μελάμ-βωλος, ον
with black soil, Anth.