μεταναγιγνώσκομαι

From LSJ
Revision as of 15:17, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Medium diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Low diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Capitals: ΜΕΤΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: metanagignṓskomai Transliteration B: metanagignōskomai Transliteration C: metanagignoskomai Beta Code: metanagignw/skomai

English (LSJ)

Pass., A repent of, c. gen., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (Herm. for θυμὸν)… μεγάλων τε νεικέων S.Aj.717 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανοῶ ἐπί τινι, μετὰ γεν., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ τοῦ θυμόν)... μεγάλων τε νεικέων Σοφ. Αἴ. 717· ἀλλὰ τὸ ἐγνώσθην εἴτε ἁπλοῦν εἴτε σύνθετον, οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργητικῆς σημασίας, ὥστε πιθανῶς εἶναι παθητικόν, καὶ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «μετεπείσθη» ἢ κατὰ τὸν Ἡσύχ. «μετανεπείσθη», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεταναγιγνώσκομαι (Α)
μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμηΑἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).

Greek Monotonic

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μεταναγιγνώσκομαι: настраиваться на другой лад, передумывать: Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις Soph. Эант отвратил свой гнев от Атридов.

Middle Liddell


Pass. to repent of a thing, c. gen., Soph.