νεόφονος

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφονος Medium diacritics: νεόφονος Low diacritics: νεόφονος Capitals: ΝΕΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: neóphonos Transliteration B: neophonos Transliteration C: neofonos Beta Code: neo/fonos

English (LSJ)

ον, A lately killed: ν. αἷμα freshshed, E.El.1172.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

νεόφονος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. αἷμα, ἀρτίως χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué récemment.
Étymologie: νέος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

νεόφονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φόνος (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεόφονος: -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο αίμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόφονος: только что убитый: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).

Middle Liddell

νεό-φονος, ον,
of blood, fresh-shed, Eur.