οἰχνέω

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰχνέω Medium diacritics: οἰχνέω Low diacritics: οιχνέω Capitals: ΟΙΧΝΕΩ
Transliteration A: oichnéō Transliteration B: oichneō Transliteration C: oichneo Beta Code: oi)xne/w

English (LSJ)

A go, come, Il.5.790,15.640 (in Iterat. οἴχνεσκον, -εσκε); of birds, Od.3.322 ; walk, i. e. live, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ S.El.165 (lyr.). II like οἴχομαι, to be gone, τηλωπὸς οἰχνεῖ Id.Aj.564 ; θυραῖος οἰ. Id.El.313. III c. acc. pers., approach, Pi.P.5.86 : c. acc. rei, Id.Fr.75.5 :—in form οἰχνεύω, Id.Fr.206 (where ἰχνεύων codd. Plu.Nic.I). (Akin to sq.)

Greek (Liddell-Scott)

οἰχνέω: πορεύομαι, ἔρχομαι, οὐδέποτε Τρῷες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον Ἰλ. Ε. 790, Ο. 640 (ἐν τῷ Ἰων. παρατ.)· ἐπὶ πτηνῶν, ὅθεν τέ περ οὐδ’ οἰωνοὶ αὐτόετες οἰχνεῦσιν Ὀδ. Γ. 322· περιέρχομαι, διατελῶ, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ Σοφ. Ἠλ. 165. ΙΙ. ὡς τὸ οἴχομαι, τηλωπὸς οἰχνεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 564· θυραῖος οἰ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 313. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ὡς· τὸ προσέρχομαι, Πινδ. Π. 5. 115, Ἀποσπ. 45. 5· καὶ οὕτως ὁ Ἕρμανν. (ἀντὶ τοῦ ἰχνεύων) ἐν Π. 8. 49· - Ὁ τύπος οἰχνεύω εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀποσπ. 222. (Τὸ οἰχνέω ἔχει πρὸς τὸ οἴχομαι, ὡς τὸ ἱκνέομαι πρὸς το ἵκω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. οἴχομαι.

English (Autenrieth)

(οἴχομαι), οἰχνεῦσιν, ipf. iter. οἴχνεσκον: go or come (frequently), Il. 5.790, Il. 15.640, Od. 3.322.

English (Slater)

οἰχνέω (οἰχνεῖ, -εῖτε; -έων, -έοντες.)
   a abs., walk παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων (Bergk: ἰχνεύων, οἰχνεύων codd.) fr. 206.
   b (cf. ἐποίχομαι.)
   I attend upon, minister to τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86) οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί fr. 75. 19.
   II approach θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 5.

Greek Monotonic

οἰχνέω: μόνο σε ενεστ. και Ιων. παρατ. οἴχνεσκον·
I. πηγαινοέρχομαι, πορεύομαι, σε Ομήρ. Οδ.· περπατώ, πορεύομαι, δηλ. ζω, σε Σοφ.
II. όπως το οἴχομαι, έχω αποχωρήσει, είμαι φευγάτος, στον ίδ.
III. με αιτ. προσ., όπως το προσέρχομαι, πλησιάζω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰχνέω: Pind., Soph. = οἴχομαι.

Middle Liddell

οἰχνέω, only in pres. and ionic imperf. οἴχνεσκον
I. to go, come, Od.; to walk, i. e. to live, Soph.
II. like οἴχομαι, to be gone, Soph.
III. c. acc. pers., like προσέρχομαι, to approach, Pind.