πλεόνασμα

From LSJ
Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεόνασμα Medium diacritics: πλεόνασμα Low diacritics: πλεόνασμα Capitals: ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ
Transliteration A: pleónasma Transliteration B: pleonasma Transliteration C: pleonasma Beta Code: pleo/nasma

English (LSJ)

ατος, τό, A superfluity, LXX Nu.31.32; opp. ἔνδεια, A.D.Synt.133.14, cf. Gal.16.417; opp. τὸ ὁλόκληρον, A.D.Pron.59.7; surplus of production, PTeb.78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς Ostr.Bodl. i 97 (ii B. C.), cf. PTeb.344 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 630] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πλεόνασμα: τό, περίσσευμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλεονάζω
1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών»)
2. περίσσευμα παραγωγής
νεοελλ.
1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε
2. φρ. α) «πλεόνασμα αποθήκης»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα τών καταμετρηθέντων στην αποθήκη εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων κατά την ίδια χρονική στιγμή
β) «πλεόνασμα ταμείου»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία τα μετρητά του ταμείου είναι περισσότερα από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στο βιβλίο ταμείου
γ) «πλεόνασμα προϋπολογισμού» — η υπερτέρηση τών εσόδων επί τών δαπανών
δ) «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου» — η υπερτέρηση της αξίας εξαγωγών προς την αξία εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο
αρχ.
μεγάλη αφθονία.