πυρροκόραξ
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, A Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.
Greek (Liddell-Scott)
πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόραξ ἔχων ἐρυθρὸν ῥάμφος, Πλίν. 10. 68.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
corbeau à bec rouge, oiseau.
Étymologie: πυρρός, κόραξ.
Greek Monolingual
-ακος, ο, ΝΑ
ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ.
Greek Monotonic
πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.