τήθη

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήθη Medium diacritics: τήθη Low diacritics: τήθη Capitals: ΤΗΘΗ
Transliteration A: tḗthē Transliteration B: tēthē Transliteration C: tithi Beta Code: th/qh

English (LSJ)

(sts. written τηθή; the Ion. voc. τῆθα, Sch.Il.3.130, prob. belongs to this word), ἡ, A grandmother, Ar.Ach.49, Lys.549, And.1.128, Pl.R.461d, Is.3.23, IG22.1534.229, D.57.20 (v.l. τιτθῆς, -ῇ), Men.532.4 (τιθή codd.), Hierocl.p.61 A. (τιτθαί, τίθαι, τίτθαι codd.), Lib.Or.25.47 (vv. ll. τήτθη, τίθη), Thom.Mag.p.359 R. (τίθη codd. and prob. Thom.); title of play by Diphilus, IG22.2363.35: τίθη λέγεται ἡ μάμμη, τίτθη ἡ βυζάστρια, τιθήνη ἡ τροφός Ps.-Hdn.Gr. post Moer.p.479 P., cf. Ptol.Asc.p.394 H., etc. II nurse; τῆ, ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον" Sch.Il.14.219, cf. Sch.Ar. Lys.549; but this is an error, the word for nurse being τίτθη (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1105] ἡ, auch τηθή, wie τίτθη (Wutzel θα), – 1) die Amme, Sp. u. VLL. – 2) die Großmutter; Ar. Ach. 49 Lys. 549; Andoc. 1, 128; πάππους τε καὶ τηθάς, Plat. Rep. V, 461 d, wo v. l. τίτθας ist; Sp., wie Plut. Symp. 8, 9. – Beide Wörter, τήθη u. τίτθη, werden oft verwechselt, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 256 u. Lob. zu Phryn. 134, der in der ersten Bdtg immer τἰτθη oder τιτθή schreiden u. τήθη oder τηθή nur in der Bdtg Großmutter gelten lassen will; s. auch Mein. Men. 190.

Greek (Liddell-Scott)

τήθη: (ἐνίοτε φέρεται τηθή, κακῶς ὅμως καθ’ Ἡρῳδιαν. Α΄, 311, 29), ἡ, μάμμη, προμήτωρ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 49, Λυσ. 549, Ἀνδοκ. 17. 1, Πλάτ. Πολ. 461D, Ἰσαῖ. 40. 16, κλπ. ΙΙ. = τίτθη, τροφός, πιθανῶς ὅμως, πανταχοῦ ὅπουσημασία αὕτη ἀπαιτεῖται, γραπτέον τίτθη, ἐπειδὴ αἱ δύο αὗται λέξεις διηνεκῶς ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Meineke εἰς Μένανδρ. 190 (Ἄδηλ. 3. 4), Λοβ. εἰς Φρύν. 134, Γ. Ν. Χατζιδάκιν πν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 698· - οὕτω, τιτθεύεται διορθοῦται ὑπὸ Βεκκήρου ἀντὶ τηθεύεται ἐν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. τηθή.

Greek Monolingual

και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α
1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ.
β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.)
2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα "δέξαι, θήλασον"», Σχόλ.Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με διπλασιασμό ενός θ. θη- (θη-θη) και ανομοίωση του πρώτου δασέος συμφώνου, η οποία μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα dhē- / dhē dhē-, ηχομιμητική λ. του παιδικού λεξιλογίου (πρβλ. αρχ. σλαβ. dě «πρόγονος», ρωσ. ded «παππούς», λιθουαν. dẽde «θείος»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει πιθ. και η λ. θεῖος].

Greek Monotonic

τήθη: ἡ, γιαγιά, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τήθη: и τηθή ἡ бабка, бабушка Arph., Plat. etc.

Middle Liddell

τήθη, ἡ,
a grandmother, Ar., Plat., etc.

Frisk Etymology German

τήθη: (-ή)
{tḗthē}
Grammar: f.
Meaning: Großmutter (att.),
Derivative: τηθίς, -ίδος f. ‘Vaters- od. Mutterschwester, Tante’ (Ls., D., hell. u. sp.), τηθία alte Frau (Eust.); προτήθη f. Urgroßmutter (D. C., Poll.), ἐπιτήθη f. ib. (Theopomp. Kom., Poll.).
Etymology : Redupliziertes Lallwort mit Dissimilation; vgl. illyr. deda Amme (Krahe IF 55, 121 f.), slav., z.B. aksl. dědъ m. ’πρόγονος’, russ. ded Großvater, lit. dė̃dė, dėdė̃, dė̃dis Onkel, Oheim, auch neuphryg. daditi Dat. Gattin (Haas Sprache 6, 15). Einzelheiten m. Lit. bei Vasmer und Fraenkel s. v., dazu WP. 1, 826 und Pok. 235; fürs Griech. noch Schwyzer 193 und 423, Risch Mus. Helv. 1, 119.
Page 2,890-891