χείριος

From LSJ
Revision as of 15:31, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείριος Medium diacritics: χείριος Low diacritics: χείριος Capitals: ΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: cheírios Transliteration B: cheirios Transliteration C: cheirios Beta Code: xei/rios

English (LSJ)

α, ον, A = ὑποχείριος, in the hands, under control, E.Andr.411; mostly with a Verb, χειρίαν ἀφείς τινι having left me in the power of, captive to, another, S.Aj.495; ἐλάβετε . . Ἑλένην χειρίαν; did you get her into your power? E.Cyc.177; χ. ἁλοῦσα Id.Ion1257 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1345] = ὑποχείριος, unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον λαβεῖν τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.

Greek (Liddell-Scott)

χείριος: -α, -ον, = ὑποχείριος, ὁ ὑπὸ τὰς χεῖρας, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινὸς ὑπάρχων, προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν φονεύειν Εὐρ. Ἀνδρ. 412· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, μή μ’ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν τῶν σῶν ὑπ’ ἐχθρῶν χειρίαν ἐφείς τινι, ἀφείς με αἰχμάλωτον εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Σοφ. Αἴ. 495· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω τινὰ εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Εὐρ. Κύκλ. 177· χ. ἁλῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1257.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est entre les mains de, au pouvoir de, soumis.
Étymologie: χείρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χείρ, χειρός]
υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.).

Greek Monotonic

χείριος: -α, -ον, = ὑποχείριος, μέσα στα χέρια, κάτω από τη δύναμη ή τον έλεγχο, σε Ευρ.· συνηθέστερα με ρήμα, χειρίαν ἀφείς τινι, με έχεις αφήσει ως αιχμάλωτο σε κάποιον άλλο, σε Σοφ.· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω κάποιον υπό την εξουσία μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χείριος: находящийся в (чьей-л.) власти, подвластный, подневольный: χ. σφάζειν Eur. обреченный на заклание; χείριον ἐφεῖναί τινι Soph. отдать во власть кому-л.; λαβεῖν Τροίαν τὴν Ἑλένην τε χειρίαν Eur. завладеть Троей и Еленой.

Middle Liddell

χείριος, η, ον = ὑποχείριος
in the hands, in the power or control, Eur.; mostly with a Verb, χειρίαν ἐφείς τινι having left me as a captive to another, Soph.; χείριον λαβεῖν τινα to get him into one's power, Eur.

English (Woodhouse)

in power, in subjection to, subject to the power of any one, subject to, under another's power, under control

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)