χλαμυδουργός
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ὁ, A maker of χλαμύδες, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1358] wie χλαμυδοποιός, Reitermäntel verfertigend.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμῠδουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων χλαμύδας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de chlamydes.
Étymologie: χλαμύς, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής χλαμύδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
χλᾰμῠδουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει χλαμύδες.