ψεφηνός
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ή, όν, A dark, obscure, metaph. of a person, Pi.N.3.41 codd. (-εινός Bgk., -εννός Pors.).
German (Pape)
[Seite 1396] duukel, finster; unbekannt, niedrig, Pind. N. 3, 39 ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, ἀμαυρός, ἀμυδρός, μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Πινδ. Ν. 3. 71.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
obscur.
Étymologie: ψέφος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -ηνός (πρβλ. χαλικ-ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< ψεφεσνός)].
Greek Monotonic
ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ψεφηνός: досл. темный, перен. безвестный, незнатный (ἀνήρ Pind.).