ψίαθος
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
[ῐ], ἡ (also ὁ, read by Callistr. in Ar.Ra.567, cf. Sch. ad loc. (575)), also ψίεθος, Antig.Mir.97, Ostr.Bodl. iii 228 (i A. D.), etc. (condemned by Phryn.281):—A a rush-mat, used for sleeping on, Hesperia 5.382 (Athens, v. B.C.), Ar.Ra.567, Lys.921, Arist.HA559b3, Thphr. HP4.8.4, 9.4.4; ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, prov. of persons in like condition, bedfellow, Com.Adesp.789 (anap. (?)); Dor. pl. acc. ψιάθως Ar.Ach.874. II blind, Apollod.Poliorc.169.6. III perh. sack, χόρτου πλήρης Sor.1.83; used for carriage of wool or stone, PCair.Zen.430, 518 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, seltener ὁ, ion. ψίεθος, Decke von Binsen, Rohr, Binsenmatte, Matratze; Ar. Ran. 567 Lys. 921. 925; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψίᾰθος: ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, πλέγμα ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ φορμός (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς στρῶμα ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ ὁμόκοιτος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψίαθος· ἡ χαμεύνη, καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ λέξις εἶναι Αἰγυπτιακὴ).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
natte de jonc ou de roseau.
Étymologie: DELG terme techn. emprunté.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ψίεθος και ως αρσ. ψίαθος, ὁ, Α
(λόγιος τ.) ψάθα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χαμεύνη και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος»
2. παροιμ. «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειος τεχνικός όρος, πρβλ. τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: γύργαθος, κάλαθος].
Greek Monotonic
ψίᾰθος: ή ψίεθος, ἡ, σωρός από βούρλα, σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. ψιάθως, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ψίᾰθος: ἡ тростниковая циновка, плетенка Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψίαθος -ου, ἡ, Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.
Middle Liddell
ψίᾰθος, ἡ,
a rush mat, Ar.; doric pl. acc. ψιάθως, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ψίαθος: {psíathos}
Forms: auch ψίεθος
Grammar: f. (m.)
Meaning: Binsenmatte (att. Inschr. Va, Ar., Arist., Thphr. u.a.), auch als Blende (Apollod. Poliork.) und als Transportmittel benutzt (Pap. IIIa, Sor.);
Composita : ψιαθοπλόκος m. Mattenflechter (Pap. u.a.).
Derivative: Davon Demin. ψιάθιον n. (Kom. IV-IIIa, Pap. V-VIp), -ώδης mattenähnlich (Eust., Sch.), -ηδόν nach Art einer Matte (Sch., Suid.), -ίζομαι durch Liegen auf einer Matte kuriert werden (Hierokl. Facet.).
Etymology : Bildung wie γυργαθός, κάλαθος; wohl technisches LW.
Page 2,1137