ἀγύμναστος

From LSJ
Revision as of 16:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγύμναστος Medium diacritics: ἀγύμναστος Low diacritics: αγύμναστος Capitals: ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agýmnastos Transliteration B: agymnastos Transliteration C: agymnastos Beta Code: a)gu/mnastos

English (LSJ)

ον, A unexercised, untrained, ἵπποι X.Cyr.8.1.38, cf. Arist.Pr.888a23; ἀ. τοῖς σώμασιν Plu.Arat.47: metaph., undisciplined, φαντασίαι Stoic.2.39. 2 unpractised, τινός in a thing, E.Ba.491, X.Cyr.1.6.29, Pl., etc.; also εἴς or πρός τι Pl.Lg.731b, 816a; περί τι Plu.2.802d, Gal.8.608; ἐν λόγοις Phld.Rh.1.189 S.: c. inf., Muson.Fr.6p.23H. 3 unharassed, S.Tr.1083; οὐδ' ἀγύμναστον πλάνοις E.Hel.533; πόνοις οὐκ ἀγύμναστος φρένας Id.Fr.344. II Adv. ἀγυμνάστως, ἔχειν πρός τι X.Mem.2.1.6.

German (Pape)

[Seite 25] ungeübt, ἀγώνων, in Kämpfen, Plat. Legg. I, 647 d; πόνων Rep. X, 619 d; τούτων Xen. Cvr. 1, 6, 29; πρὸς τὸ σωφρονεῖν Plat. Legg. VII, 816 a. – Eur. ἀγ. πλάνοις, in und durch, Hel. 341. Übertr. νόσῳ ἀγ., nicht gequält, Soph. Tr. 1073. – Oft bei Plut. u. Sp. – Adv. ἀγυμνάστως, z. B. ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 2, 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγύμναστος: -ον, (γυμνάζω) ὁ μὴ γεγυμνασμένος, μὴ ἠσκημένος· Ἵπποι, Ξεν. Κυρ. 8. 1, 38. πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 8.10· ἀγ. τῷ σώματι, Πλουτ. Ἄρατ. 47. 2) τινός· = μὴ γεγυμνασμένος εἴς τι, ἄπειρος. Εὐρ. Βάκχ. 491, Ξεν. Κυρ. 1. 6. 29, Πλάτ., κτλ.· «ὡσαύτως εἰς ἢ πρός τι, Πλάτ. Νόμ. 731 Α. 816 Α· περί τι, Πλούτ. 2, 802 D. 3) ἀνενόχλητος, Σοφ. Τρ. 1083· οὐδ’ ἀγύμναστον πλάνοις, Εὐρ. Ἑλ. 533· οὐκ ἀγύμναστος πόνοις φρένας, ό αὐτ. Ἀποσπ. 335. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι, Ξεν. Ἀπομν. 2.1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non exercé ; sans expérience, sans habitude de, gén.;
2 non fatigué.
Étymologie: ἀ, γυμνάζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no ejercitado o entrenado de pers. Hp.Vict.2.66, Arist.Pr.888a23, Ἀσιανὸν καὶ ἀγύμναστον τὸ πλεῖον τοῦ στρατοῦ ἔχων teniendo la mayor parte del ejército asiática y sin entrenamiento D.C.41.61.1, c. dat. τοῖς σώμασιν Plu.Arat.47, c. gen. δρόμων Philostr.Im.1.24.3
de animales ἵπποι X.Cyr.8.1.38.
2 fig. no ejercitado esp. ref. a ejercicios dialécticos οὐκ ἀγυμνάστῳ φρενὶ ἔρριψεν no se expresó con mente inexperta Critias Fr.Trag.10, c. gen. λόγων E.Ba.491
subst. οἱ ἀ. los inexpertos δεινὸς σοφιστής, τῶν ἀγυμνάστων σφαγεύς Trag.Adesp.323, ἐν λόγοις Phld.Rh.1.189
de otras cosas no acostumbrado, sin práctica c. gen. τούτων (las artes bélicas), X.Cyr.1.6.29, ref. a la lucha interna del hombre con sus pasiones ἀγύμναστος ὢν τῶν τοιούτων ἀγώνων Pl.Lg.647d, τῶν τοιούτων θαυμάτων Gr.Nyss.V.Mos.13.19
en otras constr. εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς Pl.Lg.731b, πρὸς τὸ σωφρονεῖν Pl.Lg.816a, περὶ λόγον Plu.2.802d.
3 de abstr. indisciplinado φαντασίαι Chrysipp.Stoic.2.39.
II 1no probado por, no acostumbrado a c. dat. πλάνοις E.Hel.533, πόνοις δέ γ' οὐκ ἀγύμναστος φρένας E.Fr.344
abs. no atormentado οὐδ' ἀγύμναστον μ' ἐᾶν ἔοικεν ἡ ... νόσος el dolor no quiere dejar de lacerarme S.Tr.1083.
2 no discutido οὐκ ἀγύμναστον ἐατέον Origenes Io.2.15.
III adv. -ως sin costumbre ἀ. ἔχειν πρός τε ψύχη καὶ θάλπη X.Mem.2.1.6, τοῦ δὲ μὴ δοκ[ε] ῖν ἡμᾶς ἀ. ἔχειν ποιητικῆς Com.Adesp.53.5.

Greek Monotonic

ἀγύμναστος: -ον (γυμνάζω),
I. 1. μη γυμνασμένος, ανεκπαίδευτος, σε Ξεν.
2. άπειρος, τινός, μη γυμνασμένος σε κάτι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, εἴς, πρός ή περί τι, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. ανενόχλητος, σε Σοφ.
II. επίρρ., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι, είμαι άπειρος σε κάτι, έλλειψη εμπειρίας σε κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγύμναστος:
1) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыков (τινος Eur., Xen., Plat., εἴς и πρός τι Plat. или περί τι Plut.): τοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. физически не закаленные; σώματος ἀ. ἕξις Plut. отсутствие физической закаленности;
2) неизмученный, неизнуренный: οὐκ ἀ. πλάνοις Eur. измученный странствиями; οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. не оставлять в покое кого-л.

Middle Liddell

γυμνάζω
I. unexercised, untrained, Xen.
2. unpractised, τινός in a thing, Eur., Xen., etc.; also εἴς, πρός or περί τι Plat., etc.
3. unharassed, Soph.
II. adv., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι to be unpractised in a thing, Xen.

English (Woodhouse)

unchastened, undrilled, unexercised, unpractised, inexperienced in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)