ἀκκίζομαι

From LSJ
Revision as of 16:57, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκίζομαι Medium diacritics: ἀκκίζομαι Low diacritics: ακκίζομαι Capitals: ΑΚΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akkízomai Transliteration B: akkizomai Transliteration C: akkizomai Beta Code: a)kki/zomai

English (LSJ)

Dep. (Act. only Ael.Ep.9), fut. A ἀκκιοῦμαι Men.Epit. 309:—affect indifference, Pi.Fr.203 (cj.). 2 affect ignorance, dissemble, οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει Pl.Grg.497a, Cic.Att.2.19.5, Luc Merc. Cond.14, Jul.Or.7.223b; τὰ κοινὰ ταυτὶ ἀκκιοῦμαι I will dissemble and talk commonplaces, Men. l.c. 3 esp. of women, to be prudish, affect to be shocked, Philippid.5, cf. Ael. l.c., Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 73] (ἀκκώ), sich verstellen, sich stellen, als ob man etwas nicht wolle, was man doch sehnlich wünscht, bes. von Frauen: sich zieren, spröde thun, bei Philippid. com. Athen. IX, 384 f; VLL. θρύπτεται, προσποιεῖται, γυναικίζεται; vgl. Luc. merc. cond. 14; Plut. Symp. 1, 4; Cic. Att. 2, 19. Bei Plat. Gorg. 497 a sich dumm stellen, vgl. Schol. u. N. pr. Ἀκκώ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκίζομαι: ἀποθ. (ἀκκώ), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, κυρίως ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων δῆθεν, τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε ἀκκισμός. 2) καθόλου, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, οἶσθα, ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.

English (Slater)

ἀκκίζομαι
   1 affect to be shocked ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκίζω Sch.A.Eu.206 (p.213)

• Morfología: [fut. contr. ἀκκιοῦμαι Men.Epit.350]
1 afectar indiferencia ἄνδρες ἀκκιζόμενοι Pi.Fr.203
hacerse el desentendido οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζῃ Pl.Grg.497a, cf. Cic.Att.39.5, Luc.Merc.Cond.14, Chrys.M.62.538.
2 hacer como que se escandaliza, aparentar gazmoñería ἀκκίζονται καὶ θρύπτουσιν ἑαυτάς Ael.Ep.9, τὰ κοινὰ ταυτὶ δ' ἀκκιοῦμαι τῷ λόγῳ Men.l.c., cf. Plu.2.620b
mismo sent. en act., Sch.A.l.c.

• Etimología: Cf. Ἀκκώ.

Greek Monolingual

ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.

Greek Monotonic

ἀκκίζομαι: αποθ. (ἀκκώ), προσποιούμαι αδιαφορία ή σεμνότητα, υποκρίνομαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκκίζομαι: притворяться незнающим, жеманиться Plut., Luc.: οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζει Plat. ты знаешь, но прикидываешься, будто не знаешь.

Middle Liddell

ἀκκώ
to affect indifference or coyness, dissemble, Plat.