ἀπερίστατος

From LSJ
Revision as of 20:06, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίστᾰτος Medium diacritics: ἀπερίστατος Low diacritics: απερίστατος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: aperístatos Transliteration B: aperistatos Transliteration C: aperistatos Beta Code: a)peri/statos

English (LSJ)

ον, A not stood around: and so, I unguarded, ῥᾳστῶναι Plb.6.44.8. 2 solitary, Ps.-Phoc.26, Arr.Epict.4.1.159; not crowded, D.L.7.5. 3 Medic., of wounds or ulcers, free from complications, Gal.13.498, al. II without explanatory circumstances, Hermog.Stat.1. III not encompassed by dangers, βίος Max.Tyr.36.3.

German (Pape)

[Seite 288] nicht umstanden, a) einsam, hülflos, Phocyl.; D. L. 7, 5. – b) ohne Gefahren, gefahrlos, ῥᾳστῶναι Pol. 6, 44; übh. ohne Zufälligkeiten und Nebenumstände, Rhet. S. περίστασις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίστᾰτος: -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς ἵσταται, ἑπομένως, Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, ἀσφαλής, Πολύβ. 6. 44, 8. 2) μονήρης, μόνος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = ἄνευ περιστάσεων, δηλ. ἄνευ λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, οἷον ἀποκηρύσσει τις τὸν υἱόν ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ μήτε ἐκ προσώπου μήτε ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.
Étymologie: ἀ, περιΐστημι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. solitario ἀνήρ Ps.Phoc.26, Arr.Epict.4.1.15.9, cf. Eus.VC 3.44
neutr. τὸ ἀ. soledad γυναικῶν ... χηρῶν τὸ ἀ. Eus.VC 1.43
de cosas personif. πόλις ἀ. ciudad desatendida, abandonada, PMasp.9.12 (VI d.C.)
uso tard. intachable ἀζημίους καὶ ἀνενοχλήτους καὶ ἀβλαβεῖς καὶ ἀπεριστάτους φυλάττιν (sic) ὑμᾶς manteneos indemnes, sin molestias, incólumes e intachables, PMasp.168.31 (VI d.C.).
2 de cosas y abstr. no rodeado de ciertas circunstancias γάμοι ἀπερίστατοι matrimonios en los que no se dan circunstancias especiales Arr.Epict.3.22.76
de heridas sin complicaciones Gal.13.498, βίος vida no rodeada de peligros, tranquila Crates Theb.Ep.35, Max.Tyr.36.3, cf. ῥᾳστώνη Plb.6.2.5, 44.8, τὸ χωρίον ἀπερίστατον ποιῆσαι D.L.7.5
de alimentos no complicados τροφαὶ ... μᾶλλον ἀπερίστατοι alimentos demasiado sencillos Ath.Al.M.28.845D
ret. neutr. subst. τὸ ἀ. lo sin circunstancias explicatorias, lo incoherente οἷον ἀποκηρύσσει τις τὸν υἱὸν ἐπ' οὐδεμίᾳ αἰτίᾳ como si uno desheredase al hijo sin ninguna causa Hermog.Stat.7.
II adv. -ως sin ser afectado por las circunstancias, con seguridad Origenes Io.32.3.

Greek Monolingual

ἀπερίστατος, -ον (AM) περιίστημι
1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής
3. μονήρης, μόνος, έρημος
μσν.
ανυπεράσπιστος
αρχ.
1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές
2. το ουδ. ως ουσ. φρ. «κατὰ τὸ ἀπερίστατον» — χωρίς κανένα λόγο, καμιά αιτία, αναίτιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίστᾰτος: не окруженный никакими опасностями, находящийся вне опасности, т. е. безмятежный, спокойный (ῥαστῶναι Polyb.; χωρίον Diog. L.).