ἀποφυσάω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A blow away,Ar.V.330(anap.); τὰ νέφη Arist.Mete.364b8. II breathe out, ἀ. ψυχίδιον Luc.Nav.26. 2 throw off, κονιορτόν Archig. ap. Orib.8.2.6. III ἀποφυση;σασα· ἐγκρύψασα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 335] wegblasen, ἄνεμος – τὰ νέφη Arist. meteor. 2, 6; komisch, ἀνελών με καὶ ἀποφυσήσας Ar. Vesp. 330; ψυχίδιον, die Seele, Luc. Navig. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφῡσάω: φυσῶν ἀπομακρύνω τι, κἄπειτ’ ἀνελών μ’ ἀποφυσήσας εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμὴν Ἀριστοφ. Σφ. 330· ἀποφυσῶντες... οἱ ἄνεμοι τά… νέφη, ποιοῦσιν αἰθρίαν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18. ΙΙ. ἀποπνέω, ἐκπνέω, ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Λουκ. Πλοῖον 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dissiper par son souffle;
2 exhaler.
Étymologie: ἀπό, φυσάω.
Spanish (DGE)
(ἀποφῡσάω) 1 apartar mediante un soplo ἀνελών μ' ἀποφυσήσας arrebatándome y trasportándome Ar.V.330, τὰς δὲ ἀνοσίους (τῶν εὐχῶν) ... ἀπέπεμπεν ἀποφυσῶν κάτω Luc.Icar.25
•disipar οἱ ἄνεμοι ... ἀποφυσῶντες τὰ ... νέφη Arist.Mete.364b8
•aventar τὴν σποδόν Dsc.5.125, κονιορτόν Archig. en Orib.8.2.6
•en v. pas. ὥσπερ χνοῦς ἀποφυσώμενος ἀφ' ἅλωνος como parva aventada de la era LXX Os.13.3.
2 exhalar ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc.Nau.26
•fig. eliminar ἀποφυσᾷ τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον (el útero) elimina el esperma excesivamente húmedo Arist.HA 582b27.
3 silbar de una serpiente A.Io.71.
4 ἀποφυσήσασα· ἐκρύψασα (por ἐκκ-?) Hsch.
Greek Monotonic
ἀποφῡσάω: μέλ. -ήσω·
I. απομακρύνω φυσώντας, σε Αριστοφ.
II. εκπνέω, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφῡσάω:
1) сдувать (τινα εἴς τι Arph.);
2) (о ветре) разгонять (τὰ νέφη Arst.);
3) выдувать (τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον Arst.);
4) выдыхать: ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc. испустив дух, скончавшись.