ἀχλυόεις
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
εσσα, εν, A dark, gloomy, dismal, δεσμός Epigr. ap. Hdt. 5.77; darkened, καπνῷ ἀ. αἰθὴρ πέλεν A.R.4.927, cf. Arat.908, Nonn. D.9.65, al.; of colour, ἰχώρ Opp.H.3.163; cloudy, of urine, Ruf.Fr. 79.26. 2 secret, γάμος Musae.3.
German (Pape)
[Seite 418] εσσα, εν, finster, dunkel, δεσμός Simonid. (frg. 188) bei Her. 5, 77; αἰθήρ Ap. Rh. 4, 927; γάμος, geheim, Mus. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχλυόεις: εσσα, εν, πλήρης ἀχλύος, σκοτεινός, στυγνός, δεσμὸς Σιμωνίδ. (188) παρ’ Ἡροδ. 5. 77.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
sombre, obscur ; particul. noirci par le feu.
Étymologie: ἀχλύς.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Prosodia: [ᾱ-]
1 velado por la bruma, oscuro, nebuloso s. cont. Lyr.Adesp.398.3S., καπνῷ δ' ἀχλυόεις αἰθὴρ πέλεν A.R.4.927, de una estrella, Arat.908, δύσις Nonn.D.4.195
•en tinieblas, a oscuras c. el sent. doble de en secreto γάμος Musae.3, δόμος Nonn.D.9.65, τοῖχοι Nonn.D.9.105
•tenebroso, de las tinieblas δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.10.21.
2 de líquidos turbio, oscuro ἰχώρ de la tinta que arroja la sepia en el mar, Opp.H.3.163, de la orina, Ruf.Fr.79.26.
Greek Monolingual
ἀχλυόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο γεμάτος ομίχλη, ο σκοτεινός.
Greek Monotonic
ἀχλυόεις: -εσσα, -εν, σκοτεινός, σε Σιμων. παρά Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχλυόεις: όεσσα, όεν мрачный, темный (δεσμός Her.).